του Παντελή Μπουκάλα
Στη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και στην ποίησή τους, από την «Ιλιάδα» ώς τη χαμένη τραγωδία του Αισχύλου με τον τίτλο «Ψυχοστασία», και στην αγγειογραφία τους βέβαια, εμφανίζεται ο Δίας να ζυγίζει τις μοίρες των ανθρώπων στη χρυσή του ζυγαριά, ώστε να αποφασίσει ακριβοδίκαια ποιος από τους ήρωες θα κατέβει στον Αδη και ποιος θα παραμείνει για λίγο ακόμα στον απάνω κόσμο. Θνητοί εμείς, δεν έχουμε τέτοια εξουσία και δεν μας επιτρέπεται τέτοιας μορφής ψυχοστασία, να ζυγίζουμε ζωές, μοίρες, ψυχές και να προχωρούμε σε τελεσίδικες αποφάσεις. Κι ωστόσο, η μέτρηση, η ζύγιση, η στάθμιση είναι μια από τις συνηθέστερες πρακτικές του βίου των ανθρώπων, ατομικού και συλλογικού, και μάλιστα αρκετά πριν οι διάφορες επιστήμες τον τεμαχίσουν από την πολλή ερμηνευτική τους όρεξη για να εγκλωβίσουν τα κομμάτια του σε κουτάκια με αριθμούς και ποσοστά, τα οποία εμφανίζονται σαν ισοδύναμα της αληθείας.
Μετράμε και ζυγίζουμε λοιπόν. Συνήθως με σοβαρότητα ή σοβαροφάνεια, και σπανιότατα με τον τρόπο του Αριστοφάνη στους «Βατράχους», όπου παρωδώντας, και ελέγχοντας εμμέσως την εξουσία του Δία ή την πίστη των ανθρώπων στην εξουσία του Δία, έβαλε τον Διόνυσο να ζυγίζει στίχους των ποιητών σαν να ζύγιζε τυρί («ανδρών ποιητών τυροπωλήσαι τέχνην»). Και, ζυγίζοντας και συγκρίνοντας, πέφτουμε καμιά φορά σε μια κάπως αυτάρεσκη μελαγχολία, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, πολλά χρόνια πριν, όταν δήλωνε ότι στην Ελλάδα νιώθει σαν τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων, για να βρει μιμητές σαφώς μικρότερου βεληνεκούς από το δικό του αλλά πολύ μεγαλύτερης υπεροψίας. Αλλοτε πάλι οδηγούμαστε σε δογματικά συμπεράσματα, όπως ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, που, όπως είδαμε την περασμένη Κυριακή, υπέβαλε τηλεγραφικά στον Γιώργο Σεφέρη, το 1964, το ερώτημα-βεβαιότητα «Γιατί είναι ασήμαντη η σημερινή Ελλάδα», για να λάβει μια μετρημένη και διπλωματικά ειρωνική απάντηση. Την εποχή εκείνη, θυμίζω, εκτός από τον Σεφέρη δρούσαν ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Θεοδωράκης, ο Ιάνης Ξενάκης, ο Τσιτσάνης, ο Μάνος Χατζιδάκις αλλά κι ο Μανόλης Χατζηδάκης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Τσαρούχης, ο Σβορώνος, ο Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Μινωτής, η Παξινού, ο Κουν κι όσοι άλλοι έρχονται στο νου όταν μας παίρνει η νοσταλγία κι αρχίζουμε το παραπονιάρικο «τότε που υπήρχαμε...». Τότε που, ωστόσο, για τους ξένους, και τους πιο ευαίσθητους, ήμασταν «ασήμαντοι πολιτισμικά». Και το ’60, υποτίθεται πως η Ελλάδα πως «εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα», για να θυμηθούμε τη Βίβλο.