Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Guardian: Νέοι, ταλαντούχοι και Ελληνες-Η μεγαλύτερη φυγή μυαλών στον κόσμο



Δημοσίευμα-υπενθύμιση προς τους πολιτικούς και το σύστημα που γονάτισε την Ελλάδα από τον βρετανικό Guardian. Νέοι, ταλαντούχοι και Έλληνες: Generation G – η μεγαλύτερη «διαρροή εγκεφάλων» στον κόσμο» είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος για τη μαζική μετανάστευση νέων Ελλήνων- των «μυαλών» και ταλέντων τα οποία εγκατέλειψαν τη χώρα εξαιτίας της κρίσης.

«Χαρακτηρίστε τους Generation G (από το Greece): νέοι, ταλαντούχοι, Έλληνες – και τμήμα μιας από τις μεγαλύτερες 'φυγές εγκεφάλων' σε ανεπτυγμένη δυτική οικονομία στη σύγχρονη εποχή». «Καθώς η χώρα οδεύει προς κρίσιμες εκλογές  το Σαββατοκύριακο, πάνω από 200.000 Έλληνες οι οποίοι έχουν φύγει από τότε που άρχισε η κρίση πριν από πέντε χρόνια, θα παρακολουθούν από το εξωτερικό. Γιατροί στη Γερμανία, ακαδημαϊκοί στη Βρετανία, καταστηματάρχες στην Αμερική: ο αποδεκατισμός του πληθυσμού της Ελλάδας είναι ίσως το πιο ολέθριο αποτέλεσμα της οικονομικής κατάρρευσης, η οποία έχει κάνει τη χώρα επαίτη μετά από την παραλίγο χρεοκοπία».
«Θα έπρεπε να είμαι στην Ελλάδα» λέει η Μαριτίνα Ρόπα, 28χρονών ειδικευόμενη γιατρός που εγκατέλειψε την Ελλάδα πριν από τρία χρόνια με προορισμό το Μίντεν της βορειοδυτικής Γερμανίας. « Είναι κρίμα που άνθρωποι στην ηλικία μου υποχρεωθήκαμε να φύγουμε».
Από το 2% του πληθυσμού που εγκατέλειψε την Ελλάδα, πάνω από τους μισούς πήγαν στη Γερμανία και τη Βρετανία. Η μεταναστευτική ροή αυξήθηκε κατά 300% σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης καθώς η ανεργία των νέων ίπταται σε επίπεδα άνω του 50%.
«Είναι μια τεράστια απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου, οι επιπτώσεις της οποίας θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές την επόμενη δεκαετία» αναφέρει η Αλίκη Μουρή, κοινωνιολόγος στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (National Centre for Social Research). «Βασικά άνθρωποι που μορφώθηκαν με μεγάλο κόστος, τόσο για τις οικογένειές τους και τα δημόσιο, εργάζονται πλέον σε πλουσιότερες χώρες, οι οποίες δεν έχουν επενδύσει σε αυτούς καθόλου».

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Αποκαλύπτοντας τα παραμύθια

Ο γνωστός σουηδός σκηνοθέτης και μάγος της αφήγησης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είπε κάποτε πως η διαφορά ανάμεσα στο ψέμα και το παραμύθι είναι ότι το ψέμα (είτε το λες στους άλλους είτε στον εαυτό σου) σε βοηθά να υπεκφεύγεις τις δυσκολίες της ζωής, ενώ το παραμύθι να τις αντιμετωπίζεις. Και δεν είχε άδικο. Τα παραμύθια υπήρξαν για όλους η πρώτη μας επαφή με τη ζωή και τις δυσκολίες της. Από τα αρχαία κιόλας χρόνια οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν, ανέλυαν και κατανοούσαν την πραγματικότητα μέσα από ιστορίες. Ειδικά για τους λαούς της Ανατολής, τα παραμύθια ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να κατανοήσουν το «άγνωστο». Κάθε κοινωνία, από την πιο πρωτόγονη έως την πιο ανεπτυγμένη, έχει τις δικές της φανταστικές ιστορίες, που περιλαμβάνουν περιπέτειες, συμβολισμούς και ηθικά διδάγματα. Οι ψυχολογικές καταβολές των παραμυθιών, μάλιστα, ήταν ανέκαθεν ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα τόσο για τους ψυχολόγους όσο και για τους συγγραφείς. Οι μεν ψυχολόγοι προσπαθούν να βρουν σε αυτά απαντήσεις για το ασυνείδητο, οι δε συγγραφείς να ανακαλύψουν το βαθύτερο μήνυμα της ζωής.

Εκπαιδεύοντας με παραμύθια
Ο ρόλος του παραμυθιού είναι βέβαια ψυχαγωγικός, αλλά όχι μόνο. Τα παραμύθια δημιουργούν στα παιδιά εικόνες, διεγείρουν τη φαντασία τους και τα βοηθάνε να μπουν σε κόσμους μυθικούς και ονειρικούς, σε κόσμους όπου όλα μπορούν να συμβούν. Το παραμύθι καλλιεργεί το πνεύμα και βοηθά τα παιδιά να ξεκαθαρίσουν τα συναισθήματά τους και να αντιληφθούν τις δυσκολίες της ζωής. Ταυτόχρονα, προτείνει λύσεις στα προβλήματά τους. Παράλληλα, όμως, δίνει στο παιδί τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την παρέμβαση του ανθρώπου σε μια κατάσταση που το περιβάλλει, διεγείρει τη φαντασία του, αλλά και ικανοποιεί σε φανταστικό επίπεδο τις πιο βαθιές επιθυμίες του. Έτσι ηρεμεί και γαληνεύει από τις καθημερινές εντάσεις που βιώνει, μαθαίνει ν’ ακούει και να σκέφτεται.

«Ήταν μια φορά και έναν καιρό...»
Το παραμύθι ξεκινά πάντα με μια ήρεμη εισαγωγή και κλείνει με έναν επίσης καθησυχαστικό τρόπο. Από τις πρώτες κιόλας λέξεις, το παιδί μεταφέρεται σε έναν κόσμο μαγικό, εξωπραγματικό. Στο παραμύθι ο χρόνος, όπως και ο τόπος, είναι αόριστος, όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, ενώ οι ήρωες είναι σχεδόν πάντα απλοί και αδύναμοι άνθρωποι, χωρίς ιδιαίτερα ταλέντα. Στην ουσία, τα παραμύθια «αφηγούνται» την παιδική ηλικία ενός ανθρώπου μέχρι και την ενηλικίωσή του, και όλες τις περιπέτειες που περιλαμβάνει αυτή η διαδρομή. Ο ήρωας προχωρά μόνος του για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως αντίστοιχα μόνο νιώθει και το παιδί στην κοινωνία. Η επαφή με τη φύση (ένα δέντρο ή ένα ζώο) είναι συνήθως καταλυτική, μιας που συνήθως τον βοηθά να βρει το δρόμο του. Ο κυνηγημένος ήρωας μπορεί να πονά ή να περνά μέσα από δυσκολίες, αλλά πάντοτε βρίσκει τελικά το δρόμο του. Αυτό θα συμβεί και στο παιδί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Θα πονέσει, θα δυσκολευτεί, αλλά τελικά θα βρει τις λύσεις που ψάχνει. Εκεί βρίσκεται και η γοητεία του παραμυθιού. Στο ότι μπορεί να αποκαλύψει την εσωτερική μας φύση, με τις άπειρες ηθικές, ψυχικές και πνευματικές της δυνατότητες. Είναι η αναζήτηση για το νόημα της ζωής. Γιατί, ως γνωστόν, ο άνθρωπος πάντα αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται μέσα από τις δοκιμασίες.